Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η βιταμίνη

См. также в других словарях:

  • βιταμίνη — η ουσία απαραίτητη στον ζωικό μεταβολισμό παρέχεται στον οργανισμό με την τροφή ή με φάρμακα …   Dictionary of Greek

  • νιασίνη — Βιταμίνη του συμπλέγματος Β, ευρέως κατανεμημένη στις τροφές, η οποία έχει σημαντικό ρόλο σε πολλές χημικές διεργασίες του σώματος. * * * και νιακίνη, η χημ. άλλη ονομασία τού νικοτινικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • θειαμίνη — Βιταμίνη του συμπλέγματος Β (η Β1) που αποτελεί συνένζυμο για την αποκαρβοξυλίωση του πυροσταφυλικού οξέος και για την οξείδωση του α κετογλουταμινικού οξέος. Βρίσκεται σε πολλές τροφές, συμπεριλαμβανομένου του χοιρινού κρέατος, της μαγιάς και… …   Dictionary of Greek

  • παντοθενικό οξύ — Βιταμίνη του συμπλέγματος Β. Είναι πολύ διαδεδομένο, σε μικρές ποσότητες, στο ζωικό και στο φυτικό κόσμο, αλλά αφθονεί επίσης στη μαγιά της μπίρας και στο ήπαρ. Η απουσία του από τον ανθρώπινο οργανισμό, όπως και των άλλων βιταμινών Β,… …   Dictionary of Greek

  • νικοτινικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νικοτίνη 2. φρ. «νικοτινικό οξύ» (βιοχ.) υδατοδιαλυτή βιταμίνη τού συμπλέγματος Β, αλλ. νιασίνη, αντιπελλαγρική βιταμίνη ή βιταμίνη PP. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinic (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • προβιταμίνη — η, Ν (βιοχ.) κάθε εξωγενής χημική ουσία, παρόμοια στη δομή της προς μία βιταμίνη, η οποία μπορεί να μετατραπεί μέσα στον οργανισμό στη βιταμίνη αυτή μετά από λίγα μεταβολικά στάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. provitamine (<… …   Dictionary of Greek

  • σκορβούτο — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων,… …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • κοβαλαμίνη — η 1. χημ. σύμπλοκη οργανική ένωση τού κοβαλτίου, παράγωγα τής οποίας αποτελούν η κυανοκοβαλαμίνη, δηλ. η βιταμίνη Β12, και το κοβιναμίδιο 2. (βιοχ.) το μόριο τής βιταμίνης Β12 χωρίς την κυανιδική ομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κουνουπίδι — Κοινή ονομασία του φυτού Brassica oleracea var. botrytis της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα)· ήταν γνωστό, παλιότερα, με την ονομασία λάχανο της Κύπρου. Το κ., πολύ συγγενικό με το κοινό λάχανο, είναι μια ογκώδης πόα, ύψους 30 45 εκ.,… …   Dictionary of Greek

  • μεσοϊνοσιτόλη — η (βιοχ.) βιταμίνη τής ομάδας Β που έχει τον ίδιο τύπο με τις εξόζες και αποτελεί αυξητικό παράγοντα τής ζύμης και ορισμένων τρωκτικών, ενώ στον άνθρωπο συνιστά έναν λιποτρόπο παράγοντα, αλλ. βιταμίνη Β7 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»